οφθαλμιώ

οφθαλμιώ
(Α ὀφθαλμιῶ, -άω) [οφθαλμία]
πάσχω από οφθαλμία («ἐντυχών τινι ὀφθαλμιῶντι ἀνθρώπῳ ἀπιόντι ἐξ ἰατρείου», Ξεν.)
αρχ.
1. βλέπω με φθόνο την ευτυχία τού άλλου
2. αισθάνομαι ζηλοτυπία για κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀφθαλμιῶ — ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia pres imperat mp 2nd sg ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὀφθαλμιάω suffer from ophthalmia imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποφθαλμιώ — (AM ἐποφθαλμιῶ, άω) 1. ρίχνω βλέμματα γεμάτα επιθυμία σε κάτι θέλοντας να τό αποκτήσω 2. φθονώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι που δεν μού ανήκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οφθαλμιώ «επιθυμώ σφοδρώς» (< οφθαλμός)] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμίαση — η (Α ὀφθαλμίασις) [οφθαλμιώ] η οφθαλμία …   Dictionary of Greek

  • προσοφθαλμιώ — άω, Α προσβλέπω κάτι με πόθο ή επιθυμία, εποφθαλμιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀφθαλμιῶ «βλέπω με φθόνο την ευτυχία άλλου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”